προσαγορευτικός

προσαγορευτικός
προσᾰγορ-ευτικός, ή, όν,
A of address or greeting,

γράμματα J.AJ15.6.3

.
II as Subst., -κόν, τό, present given on first meeting,

οὐ δωρεάν, ἀλλὰ τῆς πρώτης ἐς ὑμᾶς ἐντεύξεως προσαγορευτικόν App.BC3.44

.
2 Gramm., vocative case, Stoic.2.61.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσαγορευτικός — ή, όν, Α [προσαγορεύω] 1. αυτός που χρησιμεύει σε προσαγόρευση, σε προσφώνηση ή σε χαιρετισμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσαγορευτικόν α) δώρο προσφερόμενο με την ευκαιρία τής πρώτης συνάντησης («οὐ δωρεάν, ἀλλὰ τῆς πρώτης ἐς ὑμᾱς ἐντεύξεως… …   Dictionary of Greek

  • προσαγορευτικά — προσαγορευτικός of address neut nom/voc/acc pl προσαγορευτικά̱ , προσαγορευτικός of address fem nom/voc/acc dual προσαγορευτικά̱ , προσαγορευτικός of address fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαγορευτικόν — προσαγορευτικός of address masc acc sg προσαγορευτικός of address neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαγορευτικαί — προσαγορευτικός of address fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαγορευτικῇ — προσαγορευτικός of address fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαγορευτική — προσαγορευτικός of address fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαγορευτικήν — προσαγορευτικός of address fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερολογιώτατος — ὁ προσαγορευτικός τίτλος διάκου ή θεολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μορφή υπερθετικού βαθμού ενός αμάρτ. επιθ. *ιερολόγιος και μαρτυρείται από το 1867 στον Κατάλογο Συνδρομών σε βιβλίο τού Δαν. Πετρούλια] …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԱՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0292 Chronological Sequence: 6c, 11c, 13c ա. προσηγορικός appellativus Որ ինչ առասի, կամ յորջորջի արձակաբար զբազմաց. հասարակ (անուն). *Առասական է, որ զհասարակաց էութիւնն ցուցանէ. ո՛րգոն, մարդ, ձի: Ի վերայ առասականացն. որպիսի, մուկն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • προσαγορευτικάς — προσαγορευτικά̱ς , προσαγορευτικός of address fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”