προσαγορευτικός — ή, όν, Α [προσαγορεύω] 1. αυτός που χρησιμεύει σε προσαγόρευση, σε προσφώνηση ή σε χαιρετισμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσαγορευτικόν α) δώρο προσφερόμενο με την ευκαιρία τής πρώτης συνάντησης («οὐ δωρεάν, ἀλλὰ τῆς πρώτης ἐς ὑμᾱς ἐντεύξεως… … Dictionary of Greek
προσαγορευτικά — προσαγορευτικός of address neut nom/voc/acc pl προσαγορευτικά̱ , προσαγορευτικός of address fem nom/voc/acc dual προσαγορευτικά̱ , προσαγορευτικός of address fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγορευτικόν — προσαγορευτικός of address masc acc sg προσαγορευτικός of address neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγορευτικαί — προσαγορευτικός of address fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγορευτικῇ — προσαγορευτικός of address fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγορευτική — προσαγορευτικός of address fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγορευτικήν — προσαγορευτικός of address fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερολογιώτατος — ὁ προσαγορευτικός τίτλος διάκου ή θεολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μορφή υπερθετικού βαθμού ενός αμάρτ. επιθ. *ιερολόγιος και μαρτυρείται από το 1867 στον Κατάλογο Συνδρομών σε βιβλίο τού Δαν. Πετρούλια] … Dictionary of Greek
ԱՌԱՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0292 Chronological Sequence: 6c, 11c, 13c ա. προσηγορικός appellativus Որ ինչ առասի, կամ յորջորջի արձակաբար զբազմաց. հասարակ (անուն). *Առասական է, որ զհասարակաց էութիւնն ցուցանէ. ո՛րգոն, մարդ, ձի: Ի վերայ առասականացն. որպիսի, մուկն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
προσαγορευτικάς — προσαγορευτικά̱ς , προσαγορευτικός of address fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)